παρκετοστρώνω

παρκετοστρώνω
επιστρώνω το δάπεδο δωματίων ή αιθουσών με παρκέτο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παρκετοστρωσία — η [παρκετοστρώνω] η επίστρωση, η προσαρμογή παρκέτου πάνω στο δάπεδο δωματίων ή αιθουσών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”